- προθεραπείᾳ
- προθεραπείᾱͅ , προθεραπείαpreparation for the introductionfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προθεραπεία — προθεραπείᾱ , προθεραπεία preparation for the introduction fem nom/voc/acc dual προθεραπείᾱ , προθεραπεία preparation for the introduction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθεραπεία — ἡ, Α [προθεραπεύω] 1. (ρητ.) η προετοιμασία τού ακροατή από τον ρήτορα για να ακούσει κάτι παράδοξο ή απίστευτο 2. η εκ τών προτέρων θεραπεία … Dictionary of Greek
προθεραπείας — προθεραπείᾱς , προθεραπεία preparation for the introduction fem acc pl προθεραπείᾱς , προθεραπεία preparation for the introduction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθεράπευσις — εύσεως, ἡ, Α [προθεραπεύω] (ρητ.) η προθεραπεία* … Dictionary of Greek